Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄορ τριγλώχιν

См. также в других словарях:

  • άορ — ἄορ κ. ἆορ, το (Α) 1. εγχειρίδιο ή ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη 2. ξίφος 3. κάθε όπλο 4. φρ. «ἄορ τριγλώχιν» τρίαινα (Καλλίμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αείρω αρχ. σημασία «ζωστήρας όπλου». Το ο του θεμ. αποτελεί συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»